- καταδικαζόμενοι
- καταδικάζωgive judgementpres part mp masc nom/voc plκαταδικάζωgive judgementpres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δρυΐδες — Μέλη του ανώτατου ιερατείου των αρχαίων Κελτών, οι οποίοι είχαν διαμορφώσει ιδιαίτερη θρησκεία, τον δρυϊδισμό, που βασιζόταν στις δικές τους διδασκαλίες και στις σχετικές με αυτές λατρείες. Οι αναφορές για τους δ. χρονολογούνται τουλάχιστον από… … Dictionary of Greek